- συνομηρεύω
- Αείμαι όμηρος μαζί με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὁμηρεύω «κρατούμαι ως όμηρος» (< ὅμηρος [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνομηρεύοντας — συνομηρεύω to be a joint hostage pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)